- περίβολος
- ο1) ограда, изгородь, забор; 2) огороженное место
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περίβολος — compassing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίβολος — ο / περίβολος, ον, ΝΜΑ [περιβάλλω] νεοελλ. αρχ. το αρσ. ως ουσ. 1. τείχισμα χτισμένο για να περιορίζει μια έκταση γης, φράγμα ή τοίχος που περικλείει έναν χώρο, περιτοίχισμα 2. περιφραγμένος χώρος, κλεισμένος ολόγυρα χώρος, μάντρα 3. οχύρωμα γύρω … Dictionary of Greek
περίβολος — ο ο περικλεισμένος χώρος, ο φράχτης, μαντρότοιχος: Έξω από τον περίβολο του σπιτιού μου άλλοι ορίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίβολον — περίβολος compassing masc/fem acc sg περίβολος compassing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβόλοιν — περίβολος compassing masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβόλοις — περίβολος compassing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβόλοισι — περίβολος compassing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβόλου — περίβολος compassing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβόλους — περίβολος compassing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβόλων — περίβολος compassing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβόλῳ — περίβολος compassing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)